παρανοϊκός

παρανοϊκός
και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράνοια ή αυτός που προσιδιάζει στην παράνοια
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο παρανοϊκός, η παρανοϊκή
άτομο που πάσχει από παράνοια ή άτομο που συμπεριφέρεται σαν να πάσχει από παράνοια
3. φρ. α) «παρανοϊκή προσωπικότητα»
ιατρ. παθολογική προσωπικότητα που χαρακτηρίζεται από υπερεκτίμηση τού Εγώ, καχυποψία, απουσία αυτοκριτικής, εσφαλμένη κρίση, διεκδικητική επιθετικότητα και υπερβολική ακαμψία στο ιδεολογικό πεδίο, ιδίως όσον αφορά στην κοινωνική ευταξία, η οποία οδηγεί σε κακώς αποδεκτή απομόνωση και σε σχετική κοινωνική έλλειψη προσαρμογής
β) «παρανοϊκή ιδέα»
ιατρ. ιδέα μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα, στην οποία όμως ο πάσχων πιστεύει ακράδαντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράνοια + κατάλ. -ικός (πρβλ. παλιρροϊκός και παλιρροιακός). Ο τ. παρανοιακός μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρανοϊκός — ή, ό αυτός που πάσχει από παράνοια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκνους — ἔκνους, ουν ( οος, οον) (AM) αυτός που δεν έχει τα λογικά του, ο παρανοϊκός …   Dictionary of Greek

  • παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …   Dictionary of Greek

  • παράνους — ουν και οος, οον, Α παράφρονας, παρανοϊκός («παράνους Ἑλένα... πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ ὑπὸ Τροίᾳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νόος / νοῦς] …   Dictionary of Greek

  • παρανοειδής — ές ο όμοιος με παράνοια, παρανοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paranoid (< παράνοια + ειδής*)] …   Dictionary of Greek

  • τρελός — και παλ. τ. τρελλός, ή, ό, Ν 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας 2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις») 3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι») 4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα») 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”